- ρυπτικός
- -ή, -ό / ῥυπτικός, -ή, -όν, ΝΑαυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που είναι κατάλληλος για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη κόνις», Πλούτ.)αρχ.καθαρτικός («ῥυπτικὸν φάρμακον» — το καθάρσιο, Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρηματ. επίθ. *ῥυπτός τού ῥύπτω, που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ἄρ-ρυπτος)].
Dictionary of Greek. 2013.